- πλεμόνι
- το анат. лёгкие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλεμόνι — το πνεύμονας: Μου πρηξες το πλεμόνι με την γκρίνια σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεμόνι — και φλεμόνι, το, Ν βλ. πνεύμονας … Dictionary of Greek
πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… … Dictionary of Greek
πλεμάτι — το, Ν καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι τής αράχνης», Γρυπ.) 2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ β) δικτυωτός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. τού πλέγμα, με σίγηση τού γ (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)] … Dictionary of Greek
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
φλεμόνι — το, Ν βλ. πλεμόνι … Dictionary of Greek
χλεμπάγιας — ο, Ν [χλεμπάγια] 1. άνθρωπος ταπεινής καταγωγής 2. χυδαίος άνθρωπος. χλεμπόνα, η, Ν 1. πολύ ώριμο και κιτρινωπό πεπόνι ή αγγούρι ή κολοκύθι 2. μτφ. (για γυναίκα) χλεμπονιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλεμόνα < φλεμόνια < πλεμόνα / πλεμόνι] … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
πνεύμονας — ο αναπνευστικό όργανο, αλλ. πλεμόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)